Η εξαγωγή δοντιού είναι μια μικρή χειρουργική επέμβαση κατά την οποία ένα ή περισσότερα δόντια αφαιρούνται από τον οδοντικό φραγμό όταν κρίνουμε ότι καμία άλλη θεραπεία δεν θα επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Συνήθως αυτή η εργασία πραγματοποιείται σε:
Αρχικά πρέπει να γίνει ακτινογραφία ώστε να διαπιστώσουμε το μέγεθος, το σχήμα, τη θέση του δοντιού καθώς και το οστό που το περιβάλλει. Έτσι έχουμε σαφή εικόνα της κατάστασης και μπορούμε να κάνουμε καλύτερη αξιολόγηση. Την ώρα της εξαγωγής αναισθητοποιούμε αρκετά βαθιά την περιοχή με χρήση τοπικών αναισθητικών φαρμάκων ώστε να μην νιώσετε καθόλου πόνο και ξεκινάμε την εργασία. Η εξαγωγή δοντιού αποτελεί μια ανώδυνη διαδικασία που ολοκληρώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πολλές φορές η αφαίρεση του δοντιού συνδυάζεται με ταυτόχρονη ανάπλαση του οστού ή των μαλακών ιστών στην περιοχή. Συνήθως, στο τέλος της εργασίας, κάνουμε ράμματα πάνω στο μετεξακτικό φατνίο τα οποία βοηθούν στην ταχύτερη επούλωση του τραύματος και μειώνουν την πιθανότητα επιπλοκών.
Η εξαγωγή του δοντιού είναι μία οδοντιατρική εργασία που, αν και δεν πονάει κατά τη διάρκεια, μετά την ολοκλήρωσή της δημιουργεί σχετική δυσφορία στην περιοχή. Συνήθως ο πόνος αντιμετωπίζεται με χρήση παγωμένων επιθεμάτων που ανακουφίζουν άμεσα το οίδημα, με παυσίπονα και αντιφλεγμονώδη χάπια και σε κάποιες περιπτώσεις με αντιβιοτικά. Τις πρώτες μέρες πρέπει να αποφεύγετε το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ και την έντονη αθλητική δραστηριότητα. Σε κανονικές συνθήκες, μετά από περίπου μία εβδομάδα θα έχετε επανέλθει κανονικά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η αφαίρεση των έγκλειστων ή των ημι-έγκλειστων δοντιών έχει να κάνει με τους φρονιμίτες. Πρόκειται για τα τελευταία δόντια που συμπληρώνουν τον οδοντικό φραγμό και συνήθως εμφανίζονται λίγο μετά την εφηβεία (17-23 χρόνων). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιες φορές να μην υπάρχει ο απαιτούμενος χώρος για να ανατείλει και έτσι ο φρονιμίτης να παραμένει έγκλειστος. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις ανατέλλει μόνο ένα μέρος του δοντιού και το υπόλοιπο τμήμα παραμένει μέσα στη γνάθο, αυτός ο φρονιμίτης ονομάζεται ημι-έγκλειστος.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις που είτε οι φρονιμίτες έχουν οι ίδιοι πρόβλημα είτε δημιουργούν πρόβλημα στα υπόλοιπα δόντια, πρέπει να αφαιρούνται. Στόχος της εξαγωγής ενός φρονιμίτη είναι να ανακουφίσουμε τον ασθενή από τον έντονο πόνο και να διασφαλίσουμε την υγεία των διπλανών δοντιών. Όταν όμως οι φρονιμίτες δεν δημιουργούν κάποιο πρόβλημα, δεν νοσούν και είναι απόλυτα λειτουργικοί στη μάσηση, τότε η εξαγωγή τους δεν κρίνεται απαραίτητη.
Η αφαίρεση ενός φρονιμίτη δεν είναι το ίδιο απλή διαδικασία όπως ενός οποιοδήποτε δοντιού. Η διάρκεια της επέμβασης και ο βαθμός της δυσκολίας ή του πόνου εξαρτώνται από παράγοντες, όπως:
Στα περισσότερα περιστατικά η εξαγωγή ενός φρονιμίτη πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία στο ιατρείο χωρίς ιδιαίτερες επιπλοκές. Σε περιπτώσεις εξαιρετικής δυσκολίας ή εφόσον ο ασθενής αντιμετωπίζει σοβαρή φοβία, η εξαγωγή γίνεται χειρουργικά σε νοσοκομειακό χώρο με γενική αναισθησία ή με ενδοφλέβια καταστολή.
Η ακρορριζεκτομή είναι μια μικρή χειρουργική επέμβαση κατά την οποία αφαιρούμε το κατώτερο μέρος της ρίζας του δοντιού (ακρορρίζιο) και τους γύρω παθολογικούς ιστούς και στη συνέχεια τοποθετούμε μια ποσότητα ειδικού υλικού στην άκρη της ρίζας για να την σφραγίσουμε ερμητικά, να εμποδίσουμε την επιμόλυνση. Η ακρορριζεκτομή πραγματοποιείται για να καταπολεμήσουμε τη φλεγμονή που προσβάλλει τους ιστούς γύρω από τη ρίζα του προβληματικού δοντιού ώστε να διασφαλίσουμε την παραμονή του στον οδοντικό φραγμό. Συνήθως η επέμβαση έχει πολύ καλή πορεία και μετεγχειρητικά δεν αντιμετωπίζεται κανένα πρόβλημα.
Κατά τη διάρκεια της ακρορριζεκτομής δεν θα αισθανθείτε πόνο καθώς αναισθητοποιούμε την περιοχή με τοπική αναισθησία. Η διάρκεια της επέμβασης κυμαίνεται από 30 έως 60 λεπτά και εξαρτάται από τη σοβαρότητα του περιστατικού. Μετά την ολοκλήρωση της εργασίας και το πέρας της αναισθησίας θα αισθανθείτε ευαισθησία και πόνο με ελαφρύ πρήξιμο, κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό. Συνήθως, για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων χορηγούμε αντιφλεγμονώδη και παυσίπονα και σε κάποιες περιπτώσεις αντιβιοτική αγωγή.
Στο ιατρείο μας η ακρορριζεκτομή αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, με υψηλά ποσοστά επιτυχίας, ενώ κάθε εξάμηνο ελέγχουμε την επιτυχία της επέμβασης. Σε φυσιολογικά πλαίσια, λίγους μήνες μετά την επέμβαση οι ιστοί γύρω από το δόντι σταδιακά επουλώνονται. Σε σπάνιες περιπτώσεις όπου η περιοχή δεν παρουσιάζει την αναμενόμενη επούλωση και για να μην επιτρέψουμε στη μόλυνση να επεκταθεί στα παρακείμενα δόντια, η τελική επιλογή που έχουμε είναι να αφαιρέσουμε το πάσχον δόντι και να τοποθετήσουμε κάποιο εμφύτευμα.
Οι κύστεις είναι για παθολογικές κοιλότητες που εμφανίζονται στα οστά της άνω και της κάτω γνάθου. Περιβάλλονται από ένα ανθεκτικό τοίχωμα και περιέχουν υγρό, νεκρά κύτταρα και μικρόβια. Τις περισσότερες φορές δημιουργούνται είτε αυτόματα είτε εξαιτίας νεκρών δοντιών. Εάν δεν αφαιρεθούν, σταδιακά μεγαλώνουν, απορροφούν το κόκαλο της γνάθου προκαλώντας μεγάλα ελλείμματα στην περιοχή και επεκτείνονται σε γειτονικά μόρια (π.χ. το ιγμόρειο). Επίσης, ευθύνονται για μολύνσεις και αποστήματα, απώλεια των γειτονικών δοντιών και σε πολύ παραμελημένες περιπτώσεις ακόμα και για κατάγματα των γνάθων.
Συνήθως είναι οδοντογενούς αιτιολογίας, οφείλονται δηλαδή σε κάποια φλεγμονώδη κατάσταση στο στόμα (τερηδονισμένα δόντια, περιοδοντίτιδα, τραύμα), αλλά ενδέχεται να δημιουργηθούν και χωρίς εμφανή αίτια. Επειδή αναπτύσσονται μέσα στο οστό της γνάθου συχνά δεν γίνονται αντιληπτές παρά μόνο όταν μεγαλώσουν πολύ και προβάλουν κάτω από τον βλεννογόνο του στόματος ή επιμολυνθούν και εμφανίσουν φλεγμονή. Έτσι, τις περισσότερες φορές ανακαλύπτονται τυχαία έπειτα από ακτινογραφίες των γνάθων.
Για τη διάγνωση της κύστης απαιτείται ψηφιακές απεικονιστικές εξετάσεις πάντα σε συνάρτηση με το ιστορικό του ασθενούς, τη ζωτικότητα των δοντιών και τη σύνδεση της κύστης με αυτά. Ωστόσο, η τελική διάγνωση διασφαλίζεται μέσα από τον ιστολογικό έλεγχο.
Οι θεραπευτική αντιμετώπιση των κύστεων πραγματοποιείται χειρουργικά με τοπική αναισθησία. Το είδος της χειρουργικής επέμβασης καθορίζεται από τον τύπο της κύστης, το μέγεθος, την επέκτασή τους και τη γενικότερη υγεία του ασθενή. Δύο είναι οι χειρουργικές μέθοδοι:
Εκπυρήνιση: τεχνική κατά την οποία η κύστη αφαιρείται καθολικά (τόσο το περιεχόμενο όσο και το κυστικό τοίχωμα).
Μαρσιποποίηση: τεχνική που εφαρμόζεται σε εκτεταμένες κύστεις, κατά την οποία διανοίγεται μια οπή στο τοίχωμα της κύστης, αφαιρείται το περιεχόμενό της και γίνονται πλύσεις με φυσιολογικό ορό.
Με την αφαίρεση της κύστης συνήθως αφαιρούμε και το υπεύθυνο δόντι, οπότε θα πρέπει να προχωρήσουμε σε οστική αναγέννηση της γνάθου, προκειμένου να μην δημιουργηθεί μελλοντικό αισθητικό πρόβλημα. Όταν ολοκληρωθεί η ανάπλαση του οστού της γνάθου μπορούμε με ασφάλεια να αποκαταστήσουμε το χαμένο δόντι με ένα εμφύτευμα δοντιού.